χτικιό

χτικιό
τό
1) чахотка; 2) перен. горе несчастье, напасть;

είσαι χτικιό, καημένε! — горе ты моё!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χτικιό" в других словарях:

  • χτικιό — το, Ν 1. η φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)] …   Dictionary of Greek

  • χτικιό — το 1. φθίση, φυματίωση. 2. ταλαιπωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντόμερος — η, ο αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής («τού άλλου κοντόμερη η γυναίκα, στο σπίτι λειώνει από χτικιό», Βάρν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μέρος (< μέρα)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκληρίζω — και ξακληρίζω 1. εξοντώνω τη γενιά, τους απογόνους κάποιου («τούς ξεκλήρισε το χτικιό») 2. χάνω τους απογόνους μου, αφανίζομαι εξ ολοκλήρου («αυτό το σπίτι ξεκληρίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐκκληρίζω < ἔκκληρος «αυτός που δεν πήρε κληρονομιά» ή… …   Dictionary of Greek

  • φθίση — η / φθίσις, εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν 1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση 2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα 3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό νεοελλ. φρ. «νωτιάδα φθίση» ιατρ. βλ. νωτιάδα αρχ. 1. (για τη σελήνη) η χάση 2.… …   Dictionary of Greek

  • φωλιάζω — Ν [φωλιά] 1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά 2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.) 3. περνώ τη χειμέρια νάρκη 4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι …   Dictionary of Greek

  • χτικιάζω — Ν 1. (αμτβ.) προσβάλλομαι από χτικιό, από φυματίωση («χτίκιασε και πέθανε νέος») 2. (μτβ.) βασανίζω πολύ, ταλαιπωρώ κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά») 3. (αμτβ.) βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον μήνα κουράστηκα, χτίκιασα») 4. (η μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση 2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • όχτικας — ο φυματίωση, χτικιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕχτικας < αρχ. επίθ. ἑκτική (νόσος) < ἕξις «συνήθεια»] …   Dictionary of Greek

  • φθίση — η 1. φθορά, μαρασμός, μαράζωμα: Το φθινόπωρο αρχίζει η φθίση της φύσης. 2. η φυματίωση, το χτικιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυματίωση — φυματίωση, η και φυματίαση, η 1. ανάπτυξη παθολογικών φυματίων. 2. μεταδοτική λοιμώδης αρρώστια, κοινή στον άνθρωπο και τα ζώα, που οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης (βάκιλος του Κοχ) και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό φυματίων σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»